- πλαγιασμένος
- η , ο лежащий; полёгший (о растениях);
τα στάρια είναι πλαγιασμένα — хлеба полегли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα στάρια είναι πλαγιασμένα — хлеба полегли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… … Dictionary of Greek
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek
κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… … Dictionary of Greek
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek
ξαπλωτός — ή, ό [ξαπλώνω] ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, πλαγιαστός. επίρρ... ξαπλωτά ξάπλα, σε κατάκλιση … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — πλαγιάζω, πλάγιασα, πλαγιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαπλωτός — ή, ό ο ξαπλωμένος, ο πλαγιασμένος, ο απλωμένος καταγής: Με δέχτηκε ξαπλωτός στο κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιάζω — πλάγιασα, πλαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ξαπλωθεί, βάζω, υποχρεώνω κάποιον να κατακλιθεί: Τα παιδιά να τα πλαγιάζετε νωρίς. 2. για γυναίκα, υποχρεώνω να κοιμηθεί μαζί μου: Την πλάγιασε την κοπέλα και τώρα δεν τη θέλει. 3. αμτβ., πέφτω κάτω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)